Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνήθειο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνήθεια
-
συνήθης
-
συνήθως
)
Συνώνυμα
έθιμο
συνηθειακό
προσήθεια
συνήθεια
4
Αντώνυμα
ασυνήθεια
ασυνήθιστο
παράδοξο
3
Ορισμός
Μια συχνά επαναλαμβανόμενη πράξη ή συμπεριφορά που γίνεται αυτόματα.
Κάτι που έχει γίνει κοινώς αποδεκτό ή συνηθισμένο σε μια κοινωνία ή ομάδα.
2
Παραδείγματα
Το να πίνεις καφέ το πρωί είναι μια συνήθεια που έχουν πολλοί.
Σε ορισμένες χώρες, είναι συνήθειο να αφήνεις φιλοδώρημα σε εστιατόρια.
2