Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνήθως (επίρρημα) - (παρόμοια:
συνήθης
-
συνήθεια
-
συνήθειο
)
Συνώνυμα
τυπικά
κανονικά
συνήθως
3
Αντώνυμα
ασυνήθως
σπάνια
εξαιρετικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που συμβαίνει ή γίνεται σύμφωνα με το συνηθισμένο ή το αναμενόμενο.
Σε γενικές γραμμές, χωρίς εξαιρέσεις.
2
Παραδείγματα
Συνήθως πηγαίνω στο γραφείο με το λεωφορείο.
Ο καιρός είναι συνήθως ζεστός το καλοκαίρι.
2