Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συναντιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξανασυναντιέμαι
-
συναντώ
-
συναντήσω
-
συναντάτε
-
συναντηθώ
-
συναντιόμαστε
)
Συνώνυμα
συναντώ
γνωρίζω
συμπίπτω
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
ξεφεύγω
2
Ορισμός
Βρίσκομαι τυχαία ή σκόπιμα με κάποιον σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
Βιώνω ή αντιμετωπίζω κάτι, συνήθως απροσδόκητα.
2
Παραδείγματα
Συναντήθηκα με την παλιά μου φίλη στο σούπερ μάρκετ.
Συναντήθηκα με πολλές δυσκολίες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου.
2