Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνδέουν (ρήμα) - (παρόμοια:
συνδέομαι
-
συνδέω
)
Συνώνυμα
ενώνουν
συνάπτουν
συνδυάζουν
3
Αντώνυμα
αποσυνδέουν
διαχωρίζουν
διαλύουν
3
Ορισμός
Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους.
Δημιουργώ μια σχέση ή επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων ή πραγμάτων.
Συνδυάζω διαφορετικά στοιχεία για να δημιουργήσω ένα ενιαίο σύνολο.
3
Παραδείγματα
Οι γέφυρες συνδέουν τις δύο όχθες του ποταμού.
Το διαδίκτυο συνδέει ανθρώπους από όλο τον κόσμο.
Οι κοινές εμπειρίες μας συνδέουν.
3