1. Λέξη
    συνδέω (ρήμα) - (παρόμοια: συνδέουν - συνδέομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ενώνω
    • συνάπτω
    • συγκολλάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνδέω
    • διαλύω
    • χωρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους.
    • Δημιουργώ μια σχέση ή επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων ή πραγμάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συνδέω το καλώδιο με την πρίζα.
    • Η γέφυρα συνδέει τις δύο πλευρές του ποταμού.
    • Η κοινή μας αγάπη για τη μουσική μας συνδέει.
    3