Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνδέω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνδέουν
-
συνδέομαι
)
Συνώνυμα
ενώνω
συνάπτω
συγκολλάω
3
Αντώνυμα
αποσυνδέω
διαλύω
χωρίζω
3
Ορισμός
Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους.
Δημιουργώ μια σχέση ή επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων ή πραγμάτων.
2
Παραδείγματα
Συνδέω το καλώδιο με την πρίζα.
Η γέφυρα συνδέει τις δύο πλευρές του ποταμού.
Η κοινή μας αγάπη για τη μουσική μας συνδέει.
3