Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνδετήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σωτήρας
)
Συνώνυμα
συνδετής
σύνδεσμος
συνδετικό
3
Αντώνυμα
αποσυνδετήρας
διαχωριστής
2
Ορισμός
Συσκευή ή εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση δύο ή περισσότερων στοιχείων.
Μηχανισμός ή μέρος που επιτρέπει την ένωση ή τη σύνδεση διαφορετικών τμημάτων.
2
Παραδείγματα
Ο συνδετήρας του καλωδίου είναι χαλαρός και πρέπει να τον σφίξεις.
Χρειαζόμαστε έναν νέο συνδετήρα για να ενώσουμε τα δύο σωλήνια.
2