1. Λέξη
    συνδετήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σωτήρας)
  2. Συνώνυμα
    • συνδετής
    • σύνδεσμος
    • συνδετικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνδετήρας
    • διαχωριστής
    2
  4. Ορισμός
    • Συσκευή ή εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση δύο ή περισσότερων στοιχείων.
    • Μηχανισμός ή μέρος που επιτρέπει την ένωση ή τη σύνδεση διαφορετικών τμημάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο συνδετήρας του καλωδίου είναι χαλαρός και πρέπει να τον σφίξεις.
    • Χρειαζόμαστε έναν νέο συνδετήρα για να ενώσουμε τα δύο σωλήνια.
    2