1. Λέξη
    σωτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σφιγκτήρας - σιγαστήρας - συνδετήρας)
  2. Συνώνυμα
    • λυτρωτής
    • ελευθερωτής
    • προστάτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστροφέας
    • εχθρός
    • θύτης
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που σώζει ή ελευθερώνει κάποιον από κίνδυνο ή δυστύχημα.
    • Στη χριστιανική θεολογία, ο Ιησούς Χριστός ως αυτός που σώζει την ανθρωπότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πυροσβέστης ήταν ο σωτήρας της οικογένειας από την πυρκαγιά.
    • Στη χριστιανική παράδοση, ο Ιησούς Χριστός είναι γνωστός ως ο Σωτήρας του κόσμου.
    2