Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σωτήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σφιγκτήρας
-
σιγαστήρας
-
συνδετήρας
)
Συνώνυμα
λυτρωτής
ελευθερωτής
προστάτης
3
Αντώνυμα
καταστροφέας
εχθρός
θύτης
3
Ορισμός
Αυτός που σώζει ή ελευθερώνει κάποιον από κίνδυνο ή δυστύχημα.
Στη χριστιανική θεολογία, ο Ιησούς Χριστός ως αυτός που σώζει την ανθρωπότητα.
2
Παραδείγματα
Ο πυροσβέστης ήταν ο σωτήρας της οικογένειας από την πυρκαγιά.
Στη χριστιανική παράδοση, ο Ιησούς Χριστός είναι γνωστός ως ο Σωτήρας του κόσμου.
2