1. Λέξη
    συνεργαστείτε (ρήμα) - (παρόμοια: συνεργαστώ - συνεργαζόμαστε - συνεργασία - συνεργός)
  2. Συνώνυμα
    • συνδράμω
    • συντελώ
    • συμπράττω
    • συνεργάζομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανταγωνίζομαι
    • εμποδίζω
    • αντιτίθεμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να εργάζεσαι μαζί με άλλους για έναν κοινό σκοπό.
    • Να συνεισφέρεις σε μια κοινή προσπάθεια ή εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει όλοι να συνεργαστούμε για να επιτύχουμε τον στόχο μας.
    • Οι δύο εταιρείες αποφάσισαν να συνεργαστούν σε ένα νέο έργο.
    2