Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεργαστείτε (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεργαστώ
-
συνεργαζόμαστε
-
συνεργασία
-
συνεργός
)
Συνώνυμα
συνδράμω
συντελώ
συμπράττω
συνεργάζομαι
4
Αντώνυμα
ανταγωνίζομαι
εμποδίζω
αντιτίθεμαι
3
Ορισμός
Να εργάζεσαι μαζί με άλλους για έναν κοινό σκοπό.
Να συνεισφέρεις σε μια κοινή προσπάθεια ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Πρέπει όλοι να συνεργαστούμε για να επιτύχουμε τον στόχο μας.
Οι δύο εταιρείες αποφάσισαν να συνεργαστούν σε ένα νέο έργο.
2