Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνεργαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συνεργασία
-
συνεργαστείτε
-
συνεργαζόμαστε
-
συνεργός
-
συνεργείο
-
συνεργάτης
-
συνιστώ
-
συνεργάσιμη
)
Συνώνυμα
συνδράμω
συντελώ
συμμετέχω
3
Αντώνυμα
ανταγωνίζομαι
εναντιώνομαι
διαφωνώ
3
Ορισμός
Να εργάζομαι μαζί με άλλους για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
Να συνεισφέρω σε μια κοινή προσπάθεια ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Συνεργαστήκαμε για να ολοκληρώσουμε το έργο εγκαίρως.
Είναι σημαντικό να συνεργαστούμε όλοι για την επίλυση του προβλήματος.
2