Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνηθίζεται (ρήμα) - (παρόμοια:
συνηθίζω
-
συνηθίζουμε
-
συνηθίσετε
)
Συνώνυμα
εθίζεται
συμπεριφέρεται συνήθως
έχει συνηθίσει
3
Αντώνυμα
ασυνήθιστο
ασυνήθης
ασυνήθιστος
3
Ορισμός
Γίνεται συνήθεια ή έθιμο.
Εκτελείται ή συμβαίνει με συχνότητα.
Είναι αποδεκτό ή αναμενόμενο σε μια συγκεκριμένη κοινωνία ή πλαίσιο.
3
Παραδείγματα
Στην Ελλάδα συνηθίζεται να τρώμε αργά το βράδυ.
Συνηθίζεται να δίνουμε δώρα τα Χριστούγεννα.
Σε πολλές χώρες συνηθίζεται να χαιρετάμε με ένα χειραψία.
3