1. Λέξη
    συνηθίζεται (ρήμα) - (παρόμοια: συνηθίζω - συνηθίζουμε - συνηθίσετε)
  2. Συνώνυμα
    • εθίζεται
    • συμπεριφέρεται συνήθως
    • έχει συνηθίσει
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασυνήθιστο
    • ασυνήθης
    • ασυνήθιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Γίνεται συνήθεια ή έθιμο.
    • Εκτελείται ή συμβαίνει με συχνότητα.
    • Είναι αποδεκτό ή αναμενόμενο σε μια συγκεκριμένη κοινωνία ή πλαίσιο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Στην Ελλάδα συνηθίζεται να τρώμε αργά το βράδυ.
    • Συνηθίζεται να δίνουμε δώρα τα Χριστούγεννα.
    • Σε πολλές χώρες συνηθίζεται να χαιρετάμε με ένα χειραψία.
    3