Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνηθίζουμε (ρήμα) - (παρόμοια:
συνηθίζω
-
συνηθίζεται
-
συνηθίσετε
)
Συνώνυμα
εθίζομαι
συγκρατώ
συνηθίζω
3
Αντώνυμα
ασυνήθιστος
ασυνήθης
ασυνήθιστο
3
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ή συμπεριφορά με τρόπο που γίνεται συνήθης ή συνηθισμένος.
Εξοικειώνομαι με μια κατάσταση ή συνήθεια.
2
Παραδείγματα
Συνηθίζουμε να πηγαίνουμε για καφέ κάθε πρωί.
Με τον καιρό, συνηθίζουμε τις νέες συνθήκες.
2