Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συννεφιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συντροφιά
)
Συνώνυμα
νέφωση
συννεφιασμός
θόλωμα
3
Αντώνυμα
διαύγεια
καθαρός ουρανός
λαμπρότητα
3
Ορισμός
Η κατάσταση όταν ο ουρανός είναι καλυμμένος με σύννεφα.
Μεταφορικά, η κατάσταση της μελαγχολίας ή της θλίψης.
2
Παραδείγματα
Η συννεφιά έκανε την ημέρα να φαίνεται πιο σκοτεινή.
Μετά την απώλεια του, ένιωθε μια βαθιά συννεφιά στην ψυχή του.
2