1. Λέξη
    συννεφιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συντροφιά)
  2. Συνώνυμα
    • νέφωση
    • συννεφιασμός
    • θόλωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαύγεια
    • καθαρός ουρανός
    • λαμπρότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση όταν ο ουρανός είναι καλυμμένος με σύννεφα.
    • Μεταφορικά, η κατάσταση της μελαγχολίας ή της θλίψης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συννεφιά έκανε την ημέρα να φαίνεται πιο σκοτεινή.
    • Μετά την απώλεια του, ένιωθε μια βαθιά συννεφιά στην ψυχή του.
    2