1. Λέξη
    συντροφιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συντροφικότητα - συννεφιά - συντριβή - συντρίβω)
  2. Συνώνυμα
    • συντροφικότητα
    • συντροφικό
    • φιλία
    • συνοδός
    4
  3. Αντώνυμα
    • μοναξιά
    • απομόνωση
    • αποξένωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η παρουσία ή η συνοδεία άλλων ανθρώπων, η οποία προσφέρει αίσθημα ασφάλειας και ευχαρίστησης.
    • Η φιλική ή ερωτική σχέση μεταξύ ανθρώπων που βασίζεται στην αμοιβαία συντροφικότητα και αγάπη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συντροφιά των φίλων του τον βοήθησε να ξεπεράσει τη δυσκολία.
    • Αναζητούσε συντροφιά για να μοιραστεί τις στιγμές χαράς και λύπης του.
    2