Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντροφιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συντροφικότητα
-
συννεφιά
-
συντριβή
-
συντρίβω
)
Συνώνυμα
συντροφικότητα
συντροφικό
φιλία
συνοδός
4
Αντώνυμα
μοναξιά
απομόνωση
αποξένωση
3
Ορισμός
Η παρουσία ή η συνοδεία άλλων ανθρώπων, η οποία προσφέρει αίσθημα ασφάλειας και ευχαρίστησης.
Η φιλική ή ερωτική σχέση μεταξύ ανθρώπων που βασίζεται στην αμοιβαία συντροφικότητα και αγάπη.
2
Παραδείγματα
Η συντροφιά των φίλων του τον βοήθησε να ξεπεράσει τη δυσκολία.
Αναζητούσε συντροφιά για να μοιραστεί τις στιγμές χαράς και λύπης του.
2