Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνωμοσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνωμοτώ
-
συνουσία
)
Συνώνυμα
συμπλοκή
συμφωνία
συνεταιρισμός
3
Αντώνυμα
ανεξαρτησία
μοναδικότητα
απομόνωση
3
Ορισμός
Η μυστική συνεργασία μεταξύ ατόμων ή ομάδων με στόχο την επίτευξη ενός ανήθικου ή παράνομου σκοπού.
Η συμφωνία ή συνεργασία που γίνεται κρυφά για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού.
2
Παραδείγματα
Η συνωμοσία για τη δολοφονία του ηγέτη αποκαλύφθηκε από τις αρχές.
Υπήρχε μια συνωμοσία μεταξύ των εταιρειών για να ελέγξουν τις τιμές της αγοράς.
2