Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνωμοτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συνωμοσία
-
συνωμότης
)
Συνώνυμα
συμπράττω
συνενοούμαι
συμφωνώ
3
Αντώνυμα
διαφωνώ
αντιτίθεμαι
εναντιώνομαι
3
Ορισμός
Συμφωνώ κρυφά με άλλους για να επιτύχω έναν κοινό σκοπό, συχνά με ανήθικο ή παράνομο τρόπο.
Συμμετέχω σε μια συνωμοσία.
2
Παραδείγματα
Οι πολιτικοί συνωμότησαν για να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
Οι εργάτες συνωμότησαν για να διεκδικήσουν καλύτερους μισθούς.
2