1. Λέξη
    συνοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνοδός)
  2. Συνώνυμα
    • ενότητα
    • ακεραιότητα
    • συνέργεια
    • ομοψυχία
    4
  3. Αντώνυμα
    • ασυνέπεια
    • διασπορά
    • ασυμφωνία
    • αποσύνθεση
    4
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάτι ενωμένο και συνεκτικό.
    • Η ικανότητα διατήρησης της ενότητας και της σταθερότητας.
    • Η αρμονική συνεργασία μεταξύ διαφορετικών στοιχείων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συνοχή της ομάδας ήταν εμφανής κατά τη διάρκεια του αγώνα.
    • Η συνοχή του κειμένου βοηθάει στην καλύτερη κατανόησή του.
    • Χρειαζόμαστε περισσότερη συνοχή στις αποφάσεις μας για να πετύχουμε τους στόχους μας.
    3