1. Λέξη
    συνοδός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνοδηγός - αεροσυνοδός - συνοδεία - συνοδεύω - συνοδέψω - συνολικός - συνοχή)
  2. Συνώνυμα
    • σύντροφος
    • συμπαραστάτης
    • συνοδοιπόρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντίπαλος
    • εχθρός
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον άλλον σε ένα ταξίδι ή σε μια δραστηριότητα.
    • Πρόσωπο που παρέχει καθοδήγηση ή βοήθεια σε μια συγκεκριμένη περίσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνοδός του ταξιδιού μας ήταν πολύ γνώστης της περιοχής.
    • Ο γιατρός ήταν η συνοδός του ασθενούς κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
    2