Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνοδός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνοδηγός
-
αεροσυνοδός
-
συνοδεία
-
συνοδεύω
-
συνοδέψω
-
συνολικός
-
συνοχή
)
Συνώνυμα
σύντροφος
συμπαραστάτης
συνοδοιπόρος
3
Αντώνυμα
αντίπαλος
εχθρός
2
Ορισμός
Πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον άλλον σε ένα ταξίδι ή σε μια δραστηριότητα.
Πρόσωπο που παρέχει καθοδήγηση ή βοήθεια σε μια συγκεκριμένη περίσταση.
2
Παραδείγματα
Η συνοδός του ταξιδιού μας ήταν πολύ γνώστης της περιοχής.
Ο γιατρός ήταν η συνοδός του ασθενούς κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
2