1. Λέξη
    συνωμοσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνωμοτώ - συνουσία)
  2. Συνώνυμα
    • συμπλοκή
    • συμφωνία
    • συνεταιρισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξαρτησία
    • μοναδικότητα
    • απομόνωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η μυστική συνεργασία μεταξύ ατόμων ή ομάδων με στόχο την επίτευξη ενός ανήθικου ή παράνομου σκοπού.
    • Η συμφωνία ή συνεργασία που γίνεται κρυφά για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συνωμοσία για τη δολοφονία του ηγέτη αποκαλύφθηκε από τις αρχές.
    • Υπήρχε μια συνωμοσία μεταξύ των εταιρειών για να ελέγξουν τις τιμές της αγοράς.
    2