Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνωμότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνωμοτώ
-
συνθέτης
)
Συνώνυμα
συνεπιβουλευτής
συμπράκτορας
συμμέτοχος
3
Αντώνυμα
αντικατασκόπος
πληροφοριοδότης
προδότης
3
Ορισμός
Πρόσωπο που συμμετέχει σε συνωμοσία.
Ατομο που συνεργάζεται με άλλους για την εκτέλεση παράνομης ή μυστικής ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Ο συνωμότης αποκάλυψε τα σχέδια της συνωμοσίας στις αρχές.
Οι συνωμότες συναντήθηκαν κρυφά για να σχεδιάσουν την επίθεση.
2