Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συρρικνώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ενώνομαι
)
Συνώνυμα
συμπτύσσομαι
συστέλλομαι
συνελίσσομαι
3
Αντώνυμα
επεκτείνομαι
διευρύνομαι
απλώνω
3
Ορισμός
Μειώνομαι σε μέγεθος ή όγκο.
Συγκεντρώνομαι ή συμπυκνώνομαι σε ένα μικρότερο χώρο.
Γίνομαι πιο συμπαγής ή πυκνός.
3
Παραδείγματα
Το μέταλλο συρρικνώθηκε όταν κρύωσε.
Οι μύες συρρικνώνονται κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Η επιχείρηση συρρικνώθηκε λόγω οικονομικών δυσκολιών.
3