1. Λέξη
    συρρικνώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ενώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμπτύσσομαι
    • συστέλλομαι
    • συνελίσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • επεκτείνομαι
    • διευρύνομαι
    • απλώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Μειώνομαι σε μέγεθος ή όγκο.
    • Συγκεντρώνομαι ή συμπυκνώνομαι σε ένα μικρότερο χώρο.
    • Γίνομαι πιο συμπαγής ή πυκνός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το μέταλλο συρρικνώθηκε όταν κρύωσε.
    • Οι μύες συρρικνώνονται κατά τη διάρκεια της άσκησης.
    • Η επιχείρηση συρρικνώθηκε λόγω οικονομικών δυσκολιών.
    3