Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στολή
-
συστοιχία
)
Συνώνυμα
συμπίεση
συντομογραφία
συρρίκνωση
3
Αντώνυμα
επέκταση
διαστολή
διεύρυνση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συστέλλω, δηλαδή της μείωσης του μεγέθους ή του όγκου.
Στη φυσική, η μείωση του όγκου ενός σώματος λόγω εξωτερικής πίεσης ή άλλων παραγόντων.
Στη γραμματική, η συντομογραφία μιας λέξης ή φράσης.
3
Παραδείγματα
Η συστολή του μυός οδήγησε στην κίνηση του χεριού.
Η συστολή του μετάλλου προκλήθηκε από την πτώση της θερμοκρασίας.
Η λέξη 'δημοσιογράφος' μπορεί να γραφτεί με συστολή ως 'δημοσ.'.
3