1. Λέξη
    συστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στολή - συστοιχία)
  2. Συνώνυμα
    • συμπίεση
    • συντομογραφία
    • συρρίκνωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • επέκταση
    • διαστολή
    • διεύρυνση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συστέλλω, δηλαδή της μείωσης του μεγέθους ή του όγκου.
    • Στη φυσική, η μείωση του όγκου ενός σώματος λόγω εξωτερικής πίεσης ή άλλων παραγόντων.
    • Στη γραμματική, η συντομογραφία μιας λέξης ή φράσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συστολή του μυός οδήγησε στην κίνηση του χεριού.
    • Η συστολή του μετάλλου προκλήθηκε από την πτώση της θερμοκρασίας.
    • Η λέξη 'δημοσιογράφος' μπορεί να γραφτεί με συστολή ως 'δημοσ.'.
    3