Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συστολή
-
στολίδι
-
στοά
-
διαστολή
-
αποστολή
-
αναστολή
-
επιστολή
)
Συνώνυμα
ενδυμασία
ρούχο
φόρεμα
3
Αντώνυμα
γυμνότητα
απογύμνωση
2
Ορισμός
Ειδικό ρούχο που φοριέται για συγκεκριμένη περίσταση ή λειτουργία.
Επίσημο ή τελετουργικό ένδυμα που φοριέται από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Η στολή του γιατρού είναι λευκή.
Οι μαθητές φορούσαν τις στολές τους για την τελετή.
2