1. Λέξη
    στολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συστολή - στολίδι - στοά - διαστολή - αποστολή - αναστολή - επιστολή)
  2. Συνώνυμα
    • ενδυμασία
    • ρούχο
    • φόρεμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • γυμνότητα
    • απογύμνωση
    2
  4. Ορισμός
    • Ειδικό ρούχο που φοριέται για συγκεκριμένη περίσταση ή λειτουργία.
    • Επίσημο ή τελετουργικό ένδυμα που φοριέται από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η στολή του γιατρού είναι λευκή.
    • Οι μαθητές φορούσαν τις στολές τους για την τελετή.
    2