1. Λέξη
    σχολάσει (ρήμα) - (παρόμοια: σχολάω - σχολή)
  2. Συνώνυμα
    • τελειώνω
    • ολοκληρώνω
    • λήγω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινάω
    • αρχίζω
    • επιχειρώ
    3
  4. Ορισμός
    • να φτάσει στο τέλος μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας
    • να ολοκληρώσει μια εργασία ή σπουδές
    • να σταματήσει να λειτουργεί ή να υπάρχει
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μαθητής θα σχολάσει το σχολείο του χρόνου.
    • Η εταιρεία θα σχολάσει τις εργασίες της στις 5 το απόγευμα.
    • Το εργοστάσιο σχολάσει τη λειτουργία του λόγω οικονομικών δυσκολιών.
    3