Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολάσει (ρήμα) - (παρόμοια:
σχολάω
-
σχολή
)
Συνώνυμα
τελειώνω
ολοκληρώνω
λήγω
3
Αντώνυμα
ξεκινάω
αρχίζω
επιχειρώ
3
Ορισμός
να φτάσει στο τέλος μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας
να ολοκληρώσει μια εργασία ή σπουδές
να σταματήσει να λειτουργεί ή να υπάρχει
3
Παραδείγματα
Ο μαθητής θα σχολάσει το σχολείο του χρόνου.
Η εταιρεία θα σχολάσει τις εργασίες της στις 5 το απόγευμα.
Το εργοστάσιο σχολάσει τη λειτουργία του λόγω οικονομικών δυσκολιών.
3