Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολάω (ρήμα) - (παρόμοια:
σχολάσει
-
σχολή
-
σχολικό
-
σχολική
-
σχολείο
)
Συνώνυμα
ασχολούμαι
απασχολούμαι
εργάζομαι
3
Αντώνυμα
αδρανώ
τεμπελιάζω
2
Ορισμός
Ασχολούμαι με κάποια εργασία ή δραστηριότητα.
Περνάω τον χρόνο μου κάνοντας κάτι συγκεκριμένο.
Εργάζομαι σε κάποιο επάγγελμα ή ειδικότητα.
3
Παραδείγματα
Σχολάω με την έρευνα για τη διπλωματική μου εργασία.
Τις τελευταίες μέρες σχολάω με το σπίτι και τις δουλειές του.
Από τότε που αποφοίτησε, σχολάει ως μηχανικός σε μια μεγάλη εταιρεία.
3