1. Λέξη
    σχολάω (ρήμα) - (παρόμοια: σχολάσει - σχολή - σχολικό - σχολική - σχολείο)
  2. Συνώνυμα
    • ασχολούμαι
    • απασχολούμαι
    • εργάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανώ
    • τεμπελιάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Ασχολούμαι με κάποια εργασία ή δραστηριότητα.
    • Περνάω τον χρόνο μου κάνοντας κάτι συγκεκριμένο.
    • Εργάζομαι σε κάποιο επάγγελμα ή ειδικότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σχολάω με την έρευνα για τη διπλωματική μου εργασία.
    • Τις τελευταίες μέρες σχολάω με το σπίτι και τις δουλειές του.
    • Από τότε που αποφοίτησε, σχολάει ως μηχανικός σε μια μεγάλη εταιρεία.
    3