1. Λέξη
    σχολαστικά (επίρρημα) - (παρόμοια: σχολαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • επιμελώς
    • προσεκτικά
    • μεθοδικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • απρόσεκτα
    • βιαστικά
    • αμελώς
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει μεγάλη προσοχή και ακρίβεια.
    • Με τρόπο που χαρακτηρίζεται από υπερβολική λεπτομέρεια ή τυπικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Εργάστηκε σχολαστικά για να ολοκληρώσει το πρότζεκτ εγκαίρως.
    • Ο δάσκαλος διόρθωσε σχολαστικά τις εργασίες των μαθητών.
    2