Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σχολαστικά
-
σχολικός
-
πλαστικός
-
σπαστικός
-
αστικός
-
σαρκαστικός
-
σχετικός
-
δραστικός
-
βιαστικός
-
συναρπαστικός
-
περαστικός
-
σχηματικός
-
δικαστικός
-
σεξιστικός
)
Συνώνυμα
επίσημος
τυπικός
ακαδημαϊκός
3
Αντώνυμα
ανεπίσημος
απλός
ακαλλώπιστος
3
Ορισμός
Πολύ επίσημος και τυπικός, συχνά με έμφαση σε μικρολεπτομέρειες και κανόνες.
Ακαδημαϊκός, που σχετίζεται με τη θεωρητική γνώση και όχι με την πρακτική εφαρμογή.
2
Παραδείγματα
Ο καθηγητής ήταν πολύ σχολαστικός στις απαιτήσεις του για τις εργασίες.
Η σχολαστική προσέγγιση του έκανε δύσκολη την καθημερινή επικοινωνία.
2