Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχολείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σχολή
-
σχολάω
)
Συνώνυμα
εκπαιδευτήριο
διδασκαλείο
σχολική μονάδα
3
Αντώνυμα
ανεπίσημη εκπαίδευση
ακαδημία
πανεπιστήμιο
3
Ορισμός
Εκπαιδευτικό ίδρυμα όπου παρέχεται βασική ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το κτίριο ή η εγκατάσταση όπου διεξάγεται η εκπαίδευση.
2
Παραδείγματα
Το σχολείο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Κάθε πρωί τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο για να μάθουν.
2