1. Λέξη
    σωπαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: μπαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • σιωπώ
    • ησυχάζω
    • κωφεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μιλώ
    • φωνάζω
    • κραυγάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Δεν εκφράζω με λόγια τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου.
    • Δεν κάνω θόρυβο ή φασαρία.
    • Παύω να μιλάω ή να κάνω θόρυβο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Όταν μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη, όλοι σωπάσαμε.
    • Σώπασε για λίγο, προσπαθώ να συγκεντρωθώ.
    • Τον ρώτησα τι συνέβη, αλλά αυτός απλώς σώπασε.
    3