Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σωπαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μπαίνω
)
Συνώνυμα
σιωπώ
ησυχάζω
κωφεύω
3
Αντώνυμα
μιλώ
φωνάζω
κραυγάζω
3
Ορισμός
Δεν εκφράζω με λόγια τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου.
Δεν κάνω θόρυβο ή φασαρία.
Παύω να μιλάω ή να κάνω θόρυβο.
3
Παραδείγματα
Όταν μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη, όλοι σωπάσαμε.
Σώπασε για λίγο, προσπαθώ να συγκεντρωθώ.
Τον ρώτησα τι συνέβη, αλλά αυτός απλώς σώπασε.
3