Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τέντωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τέντυ
-
τέντι
-
τέντα
)
Συνώνυμα
έκταση
τείνωμα
επέκταση
3
Αντώνυμα
σύσπαση
συστολή
συμπίεση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τεντώνω, δηλαδή η επέκταση ή η επιμήκυνση ενός αντικειμένου.
Η κατάσταση όταν κάτι είναι τεντωμένο ή τραβηγμένο.
2
Παραδείγματα
Το τέντωμα του δέρματος μετά από την αύξηση βάρους μπορεί να προκαλέσει εμφανίσεις ρυτίδων.
Η ελαστική ταινία έχει πολύ καλό τέντωμα και δεν χαλαρώνει εύκολα.
2