Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταλαιπωρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ταλαιπωρώ
)
Συνώνυμα
δυστυχία
βάσανο
ταλαιπωρία
θλίψη
4
Αντώνυμα
ευτυχία
ανέσεις
ευκολία
3
Ορισμός
Η κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής δυσφορίας.
Η έντονη ταλαιπωρία ή ταλαιπωρία που προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες.
2
Παραδείγματα
Η ταλαιπωρία του ασθενή ήταν μεγάλη λόγω της χρόνιας νόσου.
Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν μεγάλη ταλαιπωρία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους.
2