Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταλαιπωρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ταλαιπωρία
)
Συνώνυμα
βασανίζω
ταλαιπωρούμαι
κακοπαθώ
3
Αντώνυμα
ευτυχώ
ανακουφίζομαι
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Νιώθω μεγάλη σωματική ή ψυχική δυσφορία.
Υποφέρω από κάποια δυσάρεστη κατάσταση ή συναίσθημα.
2
Παραδείγματα
Ταλαιπωρώ από τον πονοκέφαλο όλη μέρα.
Ταλαιπωρεί με τις σκέψεις του για το μέλλον.
2