1. Λέξη
    ταλαιπωρώ (ρήμα) - (παρόμοια: ταλαιπωρία)
  2. Συνώνυμα
    • βασανίζω
    • ταλαιπωρούμαι
    • κακοπαθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευτυχώ
    • ανακουφίζομαι
    • χαλαρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω μεγάλη σωματική ή ψυχική δυσφορία.
    • Υποφέρω από κάποια δυσάρεστη κατάσταση ή συναίσθημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ταλαιπωρώ από τον πονοκέφαλο όλη μέρα.
    • Ταλαιπωρεί με τις σκέψεις του για το μέλλον.
    2