1. Λέξη
    ταπεινότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ταπεινός - ταπεινά - ταπεινώνω - ταυτότητα - κοινότητα)
  2. Συνώνυμα
    • ταπείνωση
    • ταπεινοφροσύνη
    • αυταπάρνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπερηφάνεια
    • αλαζονεία
    • αυταρέσκεια
    3
  4. Ορισμός
    • η ποιότητα του να είναι κάποιος ταπεινός, δηλαδή να μην έχει υπερβολική άποψη για τον εαυτό του
    • η συμπεριφορά που δείχνει σεβασμό προς τους άλλους και αποφεύγει την υπερβολική αυτοπροβολή
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ταπεινότητα είναι μια αρετή που εκτιμάται σε όλες τις κουλτούρες.
    • Παρόλο που ήταν πολύ επιτυχημένος, διατηρούσε πάντα μια αίσθηση ταπεινότητας.
    2