1. Λέξη
    ταπεινώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ταπεινά - ταπεινός - ταπεινότητα - ταπεινωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • καταβάλλω
    • μειώνω
    • υποβιβάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξυψώνω
    • τιμώ
    • επαινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να νιώθει λιγότερο σημαντικό ή αξιοσέβαστο.
    • Μειώνω την αξία ή την υπόληψη κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος δεν πρέπει να ταπεινώνει τους μαθητές του μπροστά στην τάξη.
    • Η συμπεριφορά του τον ταπείνωσε μπροστά στους φίλους του.
    2