Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταπεινώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ταπεινά
-
ταπεινός
-
ταπεινότητα
-
ταπεινωτικός
)
Συνώνυμα
καταβάλλω
μειώνω
υποβιβάζω
3
Αντώνυμα
εξυψώνω
τιμώ
επαινώ
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να νιώθει λιγότερο σημαντικό ή αξιοσέβαστο.
Μειώνω την αξία ή την υπόληψη κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος δεν πρέπει να ταπεινώνει τους μαθητές του μπροστά στην τάξη.
Η συμπεριφορά του τον ταπείνωσε μπροστά στους φίλους του.
2