Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταχύπλοο (επίθετο) - (παρόμοια:
ταχύς
)
Συνώνυμα
γρήγορο
ταχύ
στιγμιαίο
3
Αντώνυμα
αργό
βραδύ
χρονισμένο
3
Ορισμός
που κινείται ή λειτουργεί με μεγάλη ταχύτητα
που διαρκεί για πολύ μικρό χρονικό διάστημα
2
Παραδείγματα
Το ταχύπλοο σκάφος έφτασε στο λιμάνι σε λίγα λεπτά.
Η ταχύπλοη ανταπόκριση της ομάδας έσωσε πολλές ζωές.
2