Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τεθωρακισμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
θωρακισμένος
)
Συνώνυμα
θωρακισμένο
οχυρωμένο
προστατευμένο
3
Αντώνυμα
απροστάτευτο
ανοχύρωτο
αθώρακιστο
3
Ορισμός
Που έχει θωράκιση ή προστασία, συνήθως σε στρατιωτικό πλαίσιο.
Που είναι καλά προστατευμένο από επιθέσεις ή κινδύνους.
2
Παραδείγματα
Το τεθωρακισμένο όχημα προχώρησε στην πρώτη γραμμή.
Η τεθωρακισμένη πόρτα του κτιρίου απέτρεψε την είσοδο των διαρρηκτών.
2