1. Λέξη
    τεθωρακισμένο (επίθετο) - (παρόμοια: θωρακισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • θωρακισμένο
    • οχυρωμένο
    • προστατευμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροστάτευτο
    • ανοχύρωτο
    • αθώρακιστο
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει θωράκιση ή προστασία, συνήθως σε στρατιωτικό πλαίσιο.
    • Που είναι καλά προστατευμένο από επιθέσεις ή κινδύνους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τεθωρακισμένο όχημα προχώρησε στην πρώτη γραμμή.
    • Η τεθωρακισμένη πόρτα του κτιρίου απέτρεψε την είσοδο των διαρρηκτών.
    2