1. Συνώνυμα
    • προστατευμένος
    • οχυρωμένος
    • θωρακοφόρος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροστάτευτος
    • ανοχύρωτος
    • αθώρακος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει θωράκιση ή προστασία, ειδικά σε στρατιωτικό πλαίσιο.
    • Που είναι καλυμμένος με θωράκιση, όπως ένα όχημα ή κτίριο.
    • Που είναι προστατευμένος από επιθέσεις ή κινδύνους.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το θωρακισμένο όχημα προχώρησε ασφαλώς στην ζώνη των εχθροπραξιών.
    • Οι στρατιώτες χρησιμοποιούν θωρακισμένα γιλέκα για προστασία.
    • Η τράπεζα έχει θωρακισμένα παράθυρα για να αποτρέψει ληστείες.
    3