Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θωρακισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τεθωρακισμένο
-
φυλακισμένος
-
σκισμένος
-
θωρακική
-
προικισμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
-
θωρακικός
)
Συνώνυμα
προστατευμένος
οχυρωμένος
θωρακοφόρος
3
Αντώνυμα
απροστάτευτος
ανοχύρωτος
αθώρακος
3
Ορισμός
Που έχει θωράκιση ή προστασία, ειδικά σε στρατιωτικό πλαίσιο.
Που είναι καλυμμένος με θωράκιση, όπως ένα όχημα ή κτίριο.
Που είναι προστατευμένος από επιθέσεις ή κινδύνους.
3
Παραδείγματα
Το θωρακισμένο όχημα προχώρησε ασφαλώς στην ζώνη των εχθροπραξιών.
Οι στρατιώτες χρησιμοποιούν θωρακισμένα γιλέκα για προστασία.
Η τράπεζα έχει θωρακισμένα παράθυρα για να αποτρέψει ληστείες.
3