1. Λέξη
    τελειόφοιτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόφοιτος)
  2. Συνώνυμα
    • αποφοιτητής
    • πτυχιούχος
    2
  3. Αντώνυμα
    • προπτυχιακός
    • φοιτητής
    2
  4. Ορισμός
    • Ο φοιτητής που έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και έχει λάβει πτυχίο.
    • Ατομο που έχει τελειώσει τις σπουδές του σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής.
    • Μετά από πολλά χρόνια σπουδών, έγινε τελειόφοιτος.
    2