Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελειόφοιτος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόφοιτος
)
Συνώνυμα
αποφοιτητής
πτυχιούχος
2
Αντώνυμα
προπτυχιακός
φοιτητής
2
Ορισμός
Ο φοιτητής που έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του και έχει λάβει πτυχίο.
Ατομο που έχει τελειώσει τις σπουδές του σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής.
Μετά από πολλά χρόνια σπουδών, έγινε τελειόφοιτος.
2