1. Λέξη
    τελετουργικά (επίρρημα) - (παρόμοια: τελετουργικό - τελετουργικός - τελετουργία)
  2. Συνώνυμα
    • εθιμοτυπικά
    • τυπικά
    • κατά τα εθιμοτυπικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλά
    • ανεπίσημα
    • ατυπικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που ακολουθεί αυστηρά τις τελετουργικές πρακτικές ή τις τυπικές διαδικασίες.
    • Σύμφωνα με τους κανόνες ή τα έθιμα μιας θρησκευτικής ή επίσημης τελετής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γάμος πραγματοποιήθηκε τελετουργικά, με όλες τις παραδόσεις να τηρούνται αυστηρά.
    • Οι νέοι αρχηγοί ορκίστηκαν τελετουργικά μπροστά στο κοινοβούλιο.
    2