Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελετουργικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
τελετουργικό
-
τελετουργικός
-
τελετουργία
)
Συνώνυμα
εθιμοτυπικά
τυπικά
κατά τα εθιμοτυπικά
3
Αντώνυμα
απλά
ανεπίσημα
ατυπικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που ακολουθεί αυστηρά τις τελετουργικές πρακτικές ή τις τυπικές διαδικασίες.
Σύμφωνα με τους κανόνες ή τα έθιμα μιας θρησκευτικής ή επίσημης τελετής.
2
Παραδείγματα
Ο γάμος πραγματοποιήθηκε τελετουργικά, με όλες τις παραδόσεις να τηρούνται αυστηρά.
Οι νέοι αρχηγοί ορκίστηκαν τελετουργικά μπροστά στο κοινοβούλιο.
2