Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελετουργικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τελετουργικό
-
τελετουργικά
-
τελετουργία
-
λειτουργικός
-
τελικός
-
τελειωτικός
)
Συνώνυμα
ιεροπρατικός
θρησκευτικός
εκκλησιαστικός
3
Αντώνυμα
κοσμικός
επαγγελματικός
κοινόχρηστος
3
Ορισμός
Σχετικός με την τελετή ή τις θρησκευτικές πράξεις.
Που εκτελείται σύμφωνα με συγκεκριμένο τελετουργικό ή θρησκευτική παράδοση.
2
Παραδείγματα
Ο ιερέας φορούσε τα τελετουργικά του ενδύματα για τη λειτουργία.
Η τελετουργική διαδικασία περιελάμβανε πολλά συμβολικά στοιχεία.
2