1. Λέξη
    τελετουργικός (επίθετο) - (παρόμοια: τελετουργικό - τελετουργικά - τελετουργία - λειτουργικός - τελικός - τελειωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ιεροπρατικός
    • θρησκευτικός
    • εκκλησιαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμικός
    • επαγγελματικός
    • κοινόχρηστος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την τελετή ή τις θρησκευτικές πράξεις.
    • Που εκτελείται σύμφωνα με συγκεκριμένο τελετουργικό ή θρησκευτική παράδοση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιερέας φορούσε τα τελετουργικά του ενδύματα για τη λειτουργία.
    • Η τελετουργική διαδικασία περιελάμβανε πολλά συμβολικά στοιχεία.
    2