1. Λέξη
    τεντωμένο (επίθετο) - (παρόμοια: τεντωμένος - τεντ)
  2. Συνώνυμα
    • τεταμένο
    • στενό
    • αποσυρμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρό
    • χαυνό
    • χαλαρωμένο
    3
  4. Ορισμός
    • Έχοντας τεντωθεί ή τραβηχτεί έντονα.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ή πίεσης.
    • Χαρακτηριστικό κάποιου που είναι σε εγρήγορση ή σε έντονη συγκέντρωση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το σχοινί ήταν τεντωμένο και έτοιμο να σπάσει.
    • Ο αθλητής ήταν τεντωμένος πριν την εκκίνηση του αγώνα.
    • Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν τεντωμένη λόγω της συζήτησης.
    3