Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τεντωμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
τεντωμένος
-
τεντ
)
Συνώνυμα
τεταμένο
στενό
αποσυρμένο
3
Αντώνυμα
χαλαρό
χαυνό
χαλαρωμένο
3
Ορισμός
Έχοντας τεντωθεί ή τραβηχτεί έντονα.
Που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ή πίεσης.
Χαρακτηριστικό κάποιου που είναι σε εγρήγορση ή σε έντονη συγκέντρωση.
3
Παραδείγματα
Το σχοινί ήταν τεντωμένο και έτοιμο να σπάσει.
Ο αθλητής ήταν τεντωμένος πριν την εκκίνηση του αγώνα.
Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν τεντωμένη λόγω της συζήτησης.
3