1. Συνώνυμα
    • τεταμένος
    • στριμωγμένος
    • εντεταμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • αποτεταμένος
    • χαλαρωμένος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει τεντωθεί ή έχει υποστεί ένταση
    • που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ή πίεσης
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ιμάντας ήταν τεντωμένος και έτοιμος να σπάσει.
    • Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα λόγω της εξέτασης.
    2