Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τεντωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
τεντωμένο
-
τσιτωμένος
-
τελειωμένος
-
ματωμένος
-
τεταμένος
-
φορτωμένος
-
χωμένος
-
χαριτωμένος
)
Συνώνυμα
τεταμένος
στριμωγμένος
εντεταμένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
αποτεταμένος
χαλαρωμένος
3
Ορισμός
που έχει τεντωθεί ή έχει υποστεί ένταση
που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης ή πίεσης
2
Παραδείγματα
Ο ιμάντας ήταν τεντωμένος και έτοιμος να σπάσει.
Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα λόγω της εξέτασης.
2