Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τζάκετ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τζάκι
-
τζάκλιν
-
τζάκσον
)
Συνώνυμα
μπουφάν
παλτό
μπαρμπούτι
3
Αντώνυμα
κιλότα
μπλούζα
φανέλα
3
Ορισμός
Εξωτερικό ένδυμα που φοριέται πάνω από άλλα ρούχα για προστασία από το κρύο ή τη βροχή.
Είδος επάνω ενδύματος με μανίκια, συνήθως φτιαγμένο από ζακέτα ή άλλο υλικό.
2
Παραδείγματα
Έβαλε το τζάκετ του γιατί έκανε κρύο έξω.
Το νέο του τζάκετ είναι πολύ ζεστό και άνετο.
2