Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τζάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τζάκετ
-
τζάκλιν
-
τζάκσον
-
μπατζάκι
)
Συνώνυμα
εστία
καμινάδα
φωτιά
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια κατασκευή μέσα σε ένα σπίτι που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση και τη μαγειρική, συνήθως με φωτιά.
Το μέρος σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκεται η εστία.
2
Παραδείγματα
Το τζάκι στο σαλόνι ήταν γεμάτο κάρβουνα.
Κάθισαν γύρω από το τζάκι και άκουγαν ιστορίες.
2