1. Λέξη
    τηλεπαθητικά (επίρρημα) - (παρόμοια: τηλεπαθητική - τηλεπαθητικός)
  2. Συνώνυμα
    • από απόσταση
    • μακριά
    2
  3. Αντώνυμα
    • από κοντά
    • προσωπικά
    2
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που επιτυγχάνεται ή ελέγχεται από απόσταση, χωρίς άμεση φυσική παρουσία.
    • Με τη χρήση τεχνολογικών μέσων για επικοινωνία ή έλεγχο χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός παρακολουθούσε τηλεπαθητικά την κατάσταση του ασθενούς μέσω βιντεοκλήσης.
    • Το ρομπότ ελέγχεται τηλεπαθητικά από τον χειριστή που βρίσκεται σε άλλη χώρα.
    2