Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηλεπαθητικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
τηλεπαθητική
-
τηλεπαθητικός
)
Συνώνυμα
από απόσταση
μακριά
2
Αντώνυμα
από κοντά
προσωπικά
2
Ορισμός
Με τρόπο που επιτυγχάνεται ή ελέγχεται από απόσταση, χωρίς άμεση φυσική παρουσία.
Με τη χρήση τεχνολογικών μέσων για επικοινωνία ή έλεγχο χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός παρακολουθούσε τηλεπαθητικά την κατάσταση του ασθενούς μέσω βιντεοκλήσης.
Το ρομπότ ελέγχεται τηλεπαθητικά από τον χειριστή που βρίσκεται σε άλλη χώρα.
2