Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηλεπαθητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τηλεπαθητική
-
τηλεπαθητικά
-
παθητικός
-
τηλεοπτικός
-
συμπαθητικός
-
αντιπαθητικός
-
τηλεφωνικός
)
Συνώνυμα
υπερβατικός
υπερφυσικός
ψυχικός
3
Αντώνυμα
φυσικός
λογικός
εμπειρικός
3
Ορισμός
που σχετίζεται με φαινόμενα που δεν μπορούν να εξηγηθούν από τις γνωστές φυσικές νόμους
που έχει σχέση με την ικανότητα να γίνονται αντιληπτά γεγονότα ή σκέψεις χωρίς τη χρήση των αισθήσεων
2
Παραδείγματα
Οι τηλεπαθητικές ικανότητες του ατόμου έκαναν εντύπωση στους επιστήμονες.
Πιστεύει ότι έχει τηλεπαθητικές δυνάμεις και μπορεί να προβλέψει το μέλλον.
2