Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηρήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
διατηρήσω
)
Συνώνυμα
εκτελώ
εφαρμόζω
ακολουθώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβιάζω
αθετώ
3
Ορισμός
Εκτελώ με ακρίβεια και πιστότητα μια εντολή, μια διαταγή ή μια συμφωνία.
Διατηρώ ή προστατεύω κάτι με φροντίδα και προσοχή.
Παρακολουθώ ή συμμορφώνομαι με κανόνες, νόμους ή συμβάσεις.
3
Παραδείγματα
Θα τηρήσω την υπόσχεσή μου να σε βοηθήσω.
Ο δικηγόρος πρέπει να τηρεί το απόρρητο των πελατών του.
Όλοι οι πολίτες οφείλουν να τηρούν τους νόμους της χώρας.
3