1. Λέξη
    τηρήσω (ρήμα) - (παρόμοια: διατηρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • εκτελώ
    • εφαρμόζω
    • ακολουθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβιάζω
    • αθετώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ με ακρίβεια και πιστότητα μια εντολή, μια διαταγή ή μια συμφωνία.
    • Διατηρώ ή προστατεύω κάτι με φροντίδα και προσοχή.
    • Παρακολουθώ ή συμμορφώνομαι με κανόνες, νόμους ή συμβάσεις.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα τηρήσω την υπόσχεσή μου να σε βοηθήσω.
    • Ο δικηγόρος πρέπει να τηρεί το απόρρητο των πελατών του.
    • Όλοι οι πολίτες οφείλουν να τηρούν τους νόμους της χώρας.
    3