Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τιμωρηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τιμωρηθεί
-
τιμωρώ
-
τιμωρία
-
τιμωρός
-
τιμωρημένος
-
τιμωρήσω
)
Συνώνυμα
εκδικηθώ
τιμωρήσω
ανταποδώσω
3
Αντώνυμα
συγχωρώ
χαρίζω
επιεικώς μεταχειρίζομαι
3
Ορισμός
Να υποστώ την ποινή που μου επιβάλλεται λόγω κάποιας πράξης ή παραπτώματος.
Να γίνω αντικείμενο εκδίκησης ή ανταπόδοσης.
2
Παραδείγματα
Αν συνεχίσεις να παραβαίνεις τους κανόνες, θα τιμωρηθείς σύμφωνα με το νόμο.
Φοβόταν ότι θα τιμωρηθεί για τα λάθη του στο παρελθόν.
2