1. Συνώνυμα
    • εκδικούμαι
    • τιμωρώ
    • επιβάλλω ποινή
    3
  2. Αντώνυμα
    • συγχωρώ
    • επιβραβεύω
    • ανταμείβω
    3
  3. Ορισμός
    • να επιβάλλω ποινή σε κάποιον για κάτι κακό που έκανε
    • να εκδικούμαι κάποιον για μια πράξη του
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής αποφάσισε να τιμωρήσει τον ένοχο με φυλάκιση.
    • Οι γονείς μερικές φορές χρειάζεται να τιμωρούν τα παιδιά τους για να τους διδάξουν το σωστό.
    2