1. Λέξη
    τιμόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τιμ)
  2. Συνώνυμα
    • πιεστήριο
    • χειριστήριο
    • χειρολαβή
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μέρος ενός οχήματος που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της κατεύθυνσης.
    • Συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο μιας μηχανής ή συσκευής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κράτησε σφιχτά το τιμόνι ενώ οδηγούσε στην εθνική οδό.
    • Το τιμόνι του αυτοκινήτου ήταν καλυμμένο με δέρμα.
    2