Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τιμόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τιμ
)
Συνώνυμα
πιεστήριο
χειριστήριο
χειρολαβή
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μέρος ενός οχήματος που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της κατεύθυνσης.
Συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο μιας μηχανής ή συσκευής.
2
Παραδείγματα
Κράτησε σφιχτά το τιμόνι ενώ οδηγούσε στην εθνική οδό.
Το τιμόνι του αυτοκινήτου ήταν καλυμμένο με δέρμα.
2