1. Λέξη
    τιμ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τιμώ - τιμή - τιμάω - τιμωρώ - τιμήσω - τιμόνι)
  2. Συνώνυμα
    • αξία
    • προσόν
    • υπόληψη
    • κύρος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ατιμία
    • ασέβεια
    • καταφρόνηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η εκτίμηση και ο σεβασμός που αποκτά κάποιος λόγω των ηθικών του προσόντων ή των επιτευγμάτων του.
    • Η ηθική αρετή που χαρακτηρίζει κάποιον ως έντιμο και αξιότιμο.
    • Η υπόληψη και η φήμη που έχει κάποιος στην κοινωνία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος μεγάλης τιμής.
    • Η τιμή του επαγγελματία μετριέται από την ακεραιότητά του.
    • Έδειξε μεγάλη τιμή στον δάσκαλό του.
    3