Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τιμ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τιμώ
-
τιμή
-
τιμάω
-
τιμωρώ
-
τιμήσω
-
τιμόνι
)
Συνώνυμα
αξία
προσόν
υπόληψη
κύρος
4
Αντώνυμα
ατιμία
ασέβεια
καταφρόνηση
3
Ορισμός
Η εκτίμηση και ο σεβασμός που αποκτά κάποιος λόγω των ηθικών του προσόντων ή των επιτευγμάτων του.
Η ηθική αρετή που χαρακτηρίζει κάποιον ως έντιμο και αξιότιμο.
Η υπόληψη και η φήμη που έχει κάποιος στην κοινωνία.
3
Παραδείγματα
Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος μεγάλης τιμής.
Η τιμή του επαγγελματία μετριέται από την ακεραιότητά του.
Έδειξε μεγάλη τιμή στον δάσκαλό του.
3